αθρους

αθρους
    ἄθρους
    атт. ἅθρους 2
    стяж. = ἀθρόος См. αθροος, ἁθρόος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αθρους" в других словарях:

  • ἄθρους — ἀθρόος in crowds masc/fem nom pl (attic) ἀθρόος in crowds masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅθρους — ἀθρόος in crowds masc/fem nom pl (attic) ἀθρόος in crowds masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …   Dictionary of Greek

  • θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»